-
1 над
над (надо) πάνω από' \надрекой πάνω από το ποτάμι·тысяча метров \над уровнем моря χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας' \над чем он работает? με τι ασχολείται;* * *над реко́й — πάνω από το ποτάμι
ты́сяча ме́тров над у́ровнем мо́ря — χίλια μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
над чем он рабо́тает? — με τι ασχολείται
-
2 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота